τηλεσκόπῳ

τηλεσκόπῳ
τηλέσκοπος
masc/fem/neut dat sg
τηλεσκόπος
far-seeing
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τηλεσκόπος — ο / τηλεσκόπος, ον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος οπισθόγλυφων φιδιών τής οικογένειας κολουμβρίδες με 15 περίπου είδη, κυρίως τής Αφρικής και τής νοτιοδυτικής Ασίας, από τα οποία το είδος Telescopus fallax απαντά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”